-
1 распределение
η κατανομ/ή, η διανομή, ο καταμερισμός, η μοιρασιά, το μοίρασμαдвумерное - мат. δισδιάστατη --каналов рад. - των διαύλων/καναλιών-капиталовложений - των κεφαλαίων/επενδύσεων- невязки (геод.) - των σφαλμάτωνнепрерывное - συνεχής -, αδιάκοπη -разрывное - ασυνεχής -, διακεκομμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распределение
-
2 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
3 диапазон
1. (область изменения чего- л.) η εμβέλεια, η περιοχή, η ζώνη, η δέσμηлюбительский - рад. η συχνότητα ερασιτεχνών2. (объём, охват) το φάσμα 3. ав. о φάκελος πτήσης 4. (ошибок) вчт. η περιοχή ή τα περιθώρια των σφαλμάτων 5. муз. η διαπασών (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диапазон
-
4 теория
η θεωρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теория
-
5 блок
I.1.(механизм в форме колеса с жёлобом по окружности) о τρόχιλος, ο μακα-ράς, η τροχαλία* вертлюжный - στρεπτός -верхний - талей оттяжки мор. άνω - αντη-ρίδων2. (узел машины) το συγκρότημα ή μέρος της μηχανήςрезервный - см. запасной -3. стр. о ογκόλιθοςдоковый мор. - βάθρωνскуловой мор. - στα κυρτά μέρη της γάστραςII.(объединение партий, государств и т.д.) о συνασπισμός, η ένωση, το μπλοκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блок
-
6 плотность
1. (количество вещества, объектов на единицу времени, объема и т.п.) η πυκνότητα- нитей (рез) - των ινών, ο αριθμός των ινών2. (непроницаемость) η στεγανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плотность
-
7 выявление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выявление
-
8 проверка
1. (испытание) η δοκιμή 2. (осмотр) о έλεγχ/ος, η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проверка
-
9 исправление
1. (изменение, дополнение, поправка) η τροποποίηση 2. (устранение недостатков, ошибок) η (επι)διόρθωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исправление
-
10 корректор
1. (устройство) το όργανο διόρθωσης 2. (издательский работник) о διορθωτής, о επιμελητής κειμένου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корректор
-
11 пачка
η δέσμηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пачка
-
12 отладка
η ρύθμιση- программы вчт. - η αποσφαλμάτωση, ο έλεγχος και η απομάκρυνση των σφαλμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отладка
-
13 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
14 источник
η πηγ/ή- питания аварийный - τροφοδοσίας/πα-ροχής ρεύματος ανάγκηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > источник
-
15 интегрирование
η ολοκλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интегрирование
-
16 накопление
1. фин. η αποταμίευση 2. (сосредоточение) η συσσώρευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > накопление
См. также в других словарях:
σφαλμάτων — σφάλμα trip neut gen pl σφαλμά̱των , σφαλμάω pres imperat act 3rd pl σφαλμά̱των , σφαλμάω pres imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Γκάους, Καρλ Φρίντριχ — (Karl Friedrich Gauss, Μπραουνσβάιγκ 1777 – Γκέτινγκεν 1855).Γερμανός μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος. Από πολύ μικρός έδειξε εξαιρετική ευφυΐα με την επίδοσή του στον αριθμητικό λογισμό. Το 1795 εγκαταστάθηκε στο Γκέτινγκεν όπου μελέτησε τα… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
τηλεσκόπιο — Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την… … Dictionary of Greek
Έλιοτ, Τζορτζ — (George Elliot, Άρμπερι Φαρμ, Γουορικσάιρ 1819 – Τσέλσι, Λονδίνο 1880). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας συγγραφέως Μέρι Αν Έβανς (Mary Ann Evans). Πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα νεανικά της χρόνια στο Γουορικσάιρ –όπου διαδραματίζονται πολλά… … Dictionary of Greek
διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… … Dictionary of Greek
Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… … Dictionary of Greek
Αθανασιάδης, Γεώργιος — (Πάτρα 1866 – Αθήνα 1949). Φυσικός. Υφηγητής της πειραματικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1900, επιμελητής του εργαστηρίου φυσικής το 1903, καθηγητής από το 1912 έως το 1938. Στις προσπάθειές του οφείλεται ο πρώτος αξιόλογος επιστημονικός… … Dictionary of Greek
ξεμπρόστιασμα — και ξεμπρότισμα, το [ξεμπροστιάζω / ξεμπροστίζω] 1. αποκάλυψη τών σφαλμάτων ή τής ανικανότητας κάποιου μπροστά σε άλλους 2. επίπληξη ενός ατόμου μπροστά σε άλλους … Dictionary of Greek
παραδοχή — η συγκατάθεση, συμφωνία, αποδοχή: Η παραδοχή των σφαλμάτων μας είναι πράξη γενναία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)